«Adolescence: Μύθοι και πραγματικότητα πίσω από έναν έφηβο δολοφόνο»

Του Βαγγέλη Πετριτζίκη- Ψυχολόγος MSc Κοινωνική Ψυχιατρική

Η τηλεοπτική σειρά εξετάζει την υπόθεση ενός εφήβου, του Jamie Miller, ο οποίος κατηγορείται για τη δολοφονία μιας συνομήλικης συμμαθήτριάς του, της Katie Leonard. Ενώ επιχειρείται η παρουσίαση των εσωτερικών συγκρούσεων του νεαρού κατηγορούμενου, η ανάλυση του ψυχισμού του είναι ελλιπής και επιφανειακή, αποτυγχάνοντας να σκιαγραφήσει με επάρκεια τα ενδοψυχικά του χαρακτηριστικά και τις δυναμικές που οδήγησαν στην εγκληματική του πράξη. Αντιθέτως, αποδίδεται με συναισθηματική ένταση η ψυχολογική κατάρρευση των γονέων του, οι οποίοι προσπαθούν να συμβιβαστούν με τη φρικαλέα φύση της πράξης του παιδιού τους.

Η σκηνοθετική προσέγγιση διακρίνεται για την αισθητική της αρτιότητα: η χρήση στατικών πλάνων και η εστίαση σε λεπτές εκφραστικές αποχρώσεις των χαρακτήρων συμβάλλουν στη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Ωστόσο, η επιτυχία της σειράς δεν αποδίδεται μόνο στην καλλιτεχνική της αξία, αλλά και στη δραματουργική της θεματική: η αποτύπωση μιας οικογενειακής και υπαρξιακής τραγωδίας με έντονη συναισθηματική φόρτιση.

Παρά τα σκηνοθετικά επιτεύγματα, το σενάριο παρουσιάζει σοβαρές θεωρητικές και μεθοδολογικές αδυναμίες. Πρωτίστως, αποτυγχάνει να αναδείξει την αιτιολογική πολυπλοκότητα της εγκληματικής πράξης.

Ο φόνος προσεγγίζεται ως μία σχεδόν “φυσιολογική” αντίδραση ενός εφήβου, γεγονός που συνιστά επικίνδυνη υπεραπλούστευση. Η εγκληματική συμπεριφορά είναι ένα σύνθετο ψυχοδυναμικό και κοινωνιολογικό φαινόμενο, του οποίου οι ρίζες ανάγονται σε διαστρωματώσεις βιωμάτων, δομικών διαταραχών προσωπικότητας και συχνά σοβαρής κακοποίησης κατά τα πρώτα αναπτυξιακά στάδια.

Η κλινική εμπειρία δείχνει ότι οι περισσότεροι δράστες ανθρωποκτονιών έχουν διαμορφωθεί σε περιβάλλοντα ψυχικού και σωματικού τραύματος, με κυρίαρχα μοτίβα παραμέλησης, κακοποίησης και συναισθηματικής στέρησης – ιδίως από γονεϊκές φιγούρες. Στην περίπτωση του Jamie, οι γονείς του δεν ανήκουν στην κατηγορία των κακοποιητικών ή παθολογικά απώντων φροντιστών. Αντιθέτως, παρουσιάζονται ως γονεϊκά επαρκείς, έστω και με τις φυσιολογικές ατέλειες που χαρακτηρίζουν όλους τους ανθρώπους. Η απουσία εμφανών τραυματικών εμπειριών καθιστά τη συμπεριφορά του Jamie ακόμα πιο ακατανόητη στο πλαίσιο του ρεαλιστικού εγκληματολογικού αφηγήματος.

Εντούτοις, ορισμένα ψυχοπαθολογικά στοιχεία αναδύονται καθ’ όλη τη διάρκεια των συνεδριών του Jamie με την ψυχολόγο, τα οποία παραπέμπουν σε δομές προσωπικότητας με έντονα αντικοινωνικά ή ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά. Η ψυχοπάθεια αποτελεί μια σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας με βασικούς πυλώνες την απουσία ενοχής, την ανικανότητα ενσυναίσθησης, την επιφανειακή συναισθηματικότητα, την ψευδογοητεία, την παθολογική ψευδολογία και τον χαμηλό έλεγχο των παρορμήσεων.

Ο Jamie επιδεικνύει σε πολλαπλά σημεία μια προδιάθεση προς το ψεύδος, μεταβάλλοντας συστηματικά το αφήγημά του, ενώ ταυτόχρονα επιδεικνύει στοιχεία χειραγώγησης της ψυχολόγου κατά τη διάρκεια της κλινικής συνέντευξης. Η ικανότητά του να γοητεύει επιφανειακά, σε συνδυασμό με την συναισθηματική του αναλγησία και τα ξεσπάσματα επιθετικότητας, συνθέτουν την εικόνα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας. Εντούτοις, η σειρά αποτυγχάνει να τοποθετήσει αυτά τα ευρήματα σε ένα διαγνωστικό ψυχολογικό πλαίσιο, παραλείποντας οποιαδήποτε ρητή αναφορά σε ενδεχόμενη ψυχοπαθητική διαταραχή.

Αντιθέτως, το αφήγημα επιλέγει να δώσει έμφαση σε κοινωνιολογικούς παράγοντες, όπως η επίδραση της “τοξικής αρρενωπότητας”, για να ερμηνεύσει την εγκληματική πράξη. Ο όρος αυτός, αν και χρήσιμος σε συγκεκριμένες αναλύσεις φύλου και εξουσίας, καθίσταται θεωρητικά και κλινικά ανεπαρκής όταν χρησιμοποιείται αποκομμένος από την ψυχοδυναμική και αναπτυξιακή διερεύνηση του υποκειμένου. Η “φαλλική” ή “ναρκισσιστική” μορφή αρρενωπότητας, που ενδέχεται να έχει ψυχοπαθολογική βάση, συχνά πηγάζει από βαθιές συγκρούσεις, εσωτερική ανασφάλεια και ανεπάρκεια στη διαχείριση του εαυτού. Η βία, σε αυτή την περίπτωση, αποτελεί έναν μηχανισμό υπεραναπλήρωσης, μέσω του οποίου ο δράστης προσπαθεί να αποκαταστήσει την απειλούμενη του ταυτότητα και να εξουδετερώσει τα αισθήματα αδυναμίας ή ταπείνωσης.

Ωστόσο, η απόπειρα της σειράς να εντοπίσει τις ρίζες της εγκληματικής συμπεριφοράς του Jamie αποκλειστικά σε τέτοιου είδους πολιτισμικούς ή κοινωνικούς παράγοντες, όπως η επιρροή των social media και οι ρόλοι φύλου, παρακάμπτει την ανάγκη διεξοδικής βαθύτερης διερεύνησης. Η απουσία ενός επαρκούς και σφαιρικού πλαισίου ερμηνείας οδηγεί σε θεωρητικές αυθαιρεσίες και δυνητικά επικίνδυνες απλουστεύσεις για την κατανόηση της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Συμπερασματικά, αν και η σειρά κατορθώνει να αποτυπώσει το δράμα των προσώπων που εμπλέκονται στην τραγωδία, αποτυγχάνει να εμβαθύνει στην ουσία του εγκληματικού φαινομένου. Η μη αναγνώριση της πιθανής ύπαρξης σοβαρής διαταραχής προσωπικότητας, σε συνδυασμό με την αποσπασματική αναφορά σε κοινωνικά αίτια, καθιστά το σενάριο περισσότερο προϊόν μυθοπλασίας παρά επιστημονικά τεκμηριωμένης ανάλυσης.

Χορηγούμενη

Tags

Κοινοποίηση