Ο Παύλος Γεωργιάδης στην πρώτη γραμμή για τη σωτηρία του πλανήτη εξηγεί γιατί τα δάση μάς αφορούν όλους
Ο περισσότερος κόσμος στην Ελλάδα τον γνωρίζει, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, λόγω διάφορων άρθρων του που αφορούν το κομμάτι της βιωσιμότητας, της βιοποικιλότητας, της κλιματικής αλλαγής, της διατροφής και της επιστροφής στη γη. Ασχολήθηκε επίσης με την επικοινωνία της επιστήμης, την Κοινωνία των Πολιτών, αλλά και την αυτοδιοίκηση στην Αλεξανδρούπολη, απ’ όπου κατάγεται, προσπαθώντας πάντα να εισάγει νέες τεχνικές γνώσεις στους τομείς αυτούς.
Πριν όμως επιστρέψει στην Ελλάδα, το 2011, ο Παύλος Γεωργιάδης έκανε έρευνα πεδίου σε τροπικά δάση στη βόρεια Ταϊλάνδη, στη νοτιοδυτική Κίνα, στα Ιμαλάια στην Ινδία. Το πάθος του ήταν –και παραμένει– η βιοποικιλότητα των τροπικών δασών. Τα τελευταία δύο χρόνια, έχοντας φύγει ξανά από τη χώρα, συντονίζει μια κοινοπραξία πέντε οργανισμών παγκόσμιου βεληνεκούς, τη Forests for Life Partnership. Στόχος της είναι η προστασία των τεράστιων εκτάσεων άθικτων τροπικών δασών, που θεωρούνται οι «πνεύμονες» του πλανήτη μας: στον Αμαζόνιο, τη λεκάνη του Κονγκό στην Κεντρική Αφρική και την Ινδονησία. Η προστασία των δασών αυτών έχει ιδιαίτερη σημασία για την ισορροπία του παγκόσμιου κλίματος και τη διατήρηση της θερμοκρασίας του πλανήτη εντός βιώσιμων επιπέδων.

«Τα οικοσυστήματα αυτά απειλούνται, ιδίως σε συνθήκες κρίσης, από διάφορες δραστηριότητες», εξηγεί. «Κάποιες από αυτές είναι νόμιμες, άλλες είναι παράνομες. Η δική μας δουλειά εστιάζει στο να εξασφαλίσουμε μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτήσεις σε συνεργασία με κυβερνήσεις, με τον ιδιωτικό τομέα, με διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, ώστε να μπορέσουν αυτοί οι πόροι να διοχετευθούν στις τοπικές κοινωνίες και στους αυτόχθονες πληθυσμούς, με σκοπό τη διατήρηση των δασικών οικοσυστημάτων. Διότι η οικολογική ακεραιότητα αυτών των οικοσυστημάτων εξαρτάται από τη διαχείριση που κάνουν αυτοί ακριβώς οι πληθυσμοί».
Πλανήτης σε κρίση και ο άνθρωπος μαζί του: Η κλιματική κρίση μέσα από τα μάτια ενός επιστήμονα
Και γιατί είναι τόσο πιο σημαντικά αυτά τα τροπικά δάση από τα υπόλοιπα, της Ελλάδας ή της Ευρώπης, ας πούμε;
Πρώτα απ’ όλα λόγω της έκτασής τους. Μιλάμε για δάση άθικτα από ανθρώπινες δραστηριότητες, που δεν τα διασχίζουν δρόμοι, σιδηρόδρομοι ή τέλος πάντων δεν έχουν υποδομές. Αυτό αφήνει ζωτικό χώρο στα είδη που ζουν εκεί να πολλαπλασιαστούν και να επιβιώσουν — και δεν εννοώ μόνο μικρότερα ζώα και φυτά, έντομα ή επικονιαστές. Εννοώ τις τεράστιες συγκεντρώσεις πτηνών του Αμαζονίου, καθώς και μεγάλα θηλαστικά όπως οι γορίλες και οι ρινόκεροι, π.χ. του Κονγκό. Κάθε ένα από αυτά τα είδη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην υγεία του οικοσυστήματος, διότι έχει συγκεκριμένη λειτουργία.
Τα δάση είναι ολόκληρες κοινότητες. Όταν λοιπόν παραμένουν άθικτα σε πολύ μεγάλες εκτάσεις, όπως συμβαίνει στις τροπικές αυτές χώρες, η αλληλεπίδραση μεταξύ των ειδών είναι πολύ μεγαλύτερη σε μετρήσιμους όρους. Επίσης, όταν έχουμε μεγάλη συγκέντρωση φυτικής βιομάζας –δηλαδή δέντρα, φυτά– έχουμε στην ουσία ένα μεγαλύτερο «σφουγγάρι» που απορροφά διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα μέσω της φωτοσύνθεσης.
Αυτό είναι σημαντικότατο στη σημερινή εποχή, γιατί το παγκόσμιο οικοσύστημα υποφέρει από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, από τη μεγάλη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων. Έχουμε αφαιρέσει πολύ άνθρακα μέσα από τα έγκατα της Γης, τον έχουμε κάψει είτε ως πετρέλαιο, είτε ως φυσικό αέριο, είτε ως κάρβουνο κι έχουμε δημιουργήσει υψηλές συγκεντρώσεις εκπομπών στην ατμόσφαιρα, ώστε αυτή πλέον λειτουργεί ως θερμοκήπιο. Γι’ αυτό έχει αρχίσει να ανεβαίνει η θερμοκρασία του πλανήτη. Οπότε πρέπει να βρούμε τρόπους να αφαιρέσουμε μεγάλες ποσότητες άνθρακα από την ατμόσφαιρα και να τις επιστρέψουμε στη γη.
Τα δάση αυτά, μαζί με τους ωκεανούς, αποτελούν τις δικλείδες ασφαλείας της Γης ενάντια στην κλιματική κατάρρευση – είναι τα τελευταία οχυρά της φύσης. Ευθύνονται για μισό βαθμό μείωσης της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Μετά τη Συμφωνία του Παρισιού, η διεθνής επιστημονική κοινότητα και οι κυβερνήσεις του κόσμου δεσμεύτηκαν να κρατήσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη έως τους δύο βαθμούς (και πιο κοντά στον ενάμιση βαθμό) σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε ως ανθρωπότητα. Όμως αυτή τη στιγμή είμαστε σε ανησυχητική τροχιά προς τους τρεις βαθμούς υπερθέρμανσης. Το να μπορέσουμε λοιπόν να αποσβέσουμε αυτόν τον μισό βαθμό, σύμφωνα με τα μοντέλα, μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην εξασφάλιση της επιβίωσης του ανθρώπου και της άγριας ζωής.
Και λέγοντας «επιβίωση του ανθρώπου» εννοώ και την επιβίωση της οικονομίας και του ανθρώπινου πολιτισμού. Η καταστροφή των οικοσυστημάτων έχει άμεσες οικονομικές και πολιτισμικές επιπτώσεις: δείτε τις τεράστιες επιπτώσεις που είχε η μεγάλη φωτιά στην Καλιφόρνια το περασμένο φθινόπωρο, στο πιο ακριβό real estate του πλανήτη, το οποίο στην ουσία κάηκε. Που σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν έχουν απλώς να κάνουν με το να προστατεύσουμε αυτό το είδος φώκιας ή το άλλο είδος φάλαινας. Έχουν προφανώς να κάνουν και με αυτά, αλλά έχουν να κάνουν με την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου, των οικονομιών, του πολιτισμού, της κοινωνικής συνοχής εν τέλει.

Τι εργαλεία έχουμε στην προσπάθεια διατήρησης της τόσο εύθραυστης ισορροπίας του πλανήτη και των κοινωνιών μας;
Έχουμε, φυσικά, την τεχνολογία. Αλλά υπάρχουν και λύσεις φυσικής βάσης. Η πιο αποδοτική είναι ή να δημιουργήσεις δάση εκεί που δεν υπάρχουν –εκεί όπου έχει υποβαθμιστεί το τοπίο μετά από μια πυρκαγιά, για παράδειγμα, να κάνεις αποκατάσταση που ακολουθεί συγκεκριμένες αρχές και κανόνες της βιολογίας και της οικολογίας– ή να φροντίσεις τα δάση που ήδη υπάρχουν. Όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι θα μετατρέψουμε ένα μεγάλο ποσοστό του δάσους του Αμαζονίου σε καλλιέργειες για δέκα, πενήντα, εκατό χρόνια και μετά θα το ξαναφτιάξουμε: αυτό θα είναι και πάρα πολύ ακριβό, μπορεί και να μην είναι και επιτυχές.
Άρα η καλύτερη λύση είναι να βρούμε τρόπους ώστε να προστατεύσουμε αυτές τις υφιστάμενες δεξαμενές άνθρακα (carbon sinks), ώστε να μπορούν να επιτελούν τις λειτουργίες που είχαν πάντα. Τα επιστημονικά δεδομένα επισημαίνουν πως η κατάσταση είναι πάρα πολύ κρίσιμη: χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση. Δεν μπορούμε έτσι ξαφνικά να ρίξουμε το διακόπτη από τα προγράμματα διατήρησης της φύσης, όπως έγινε προσφάτως για παράδειγμα με τα προγράμματα διεθνούς βοήθειας των ΗΠΑ, που έδωσαν το σύνθημα και σε άλλες κυβερνήσεις ν’ αρχίσουν να αναθεωρούν τον τρόπο με τον οποίο στηρίζουν την κλιματική δράση και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

— Οι μεγαλύτερες απειλές κατά των δασών, ποιες είναι;
Είναι ανθρωπογενείς, κυρίως οι αλλαγές χρήσης γης για γεωργική εκμετάλλευση. Στη Λατινική Αμερική η κτηνοτροφία μεγάλης κλίμακας είναι η νούμερο ένα απειλή. Άλλες χώρες, όπως η Γκάνα, έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια ένα πραγματικό Ελντοράντο για την καλλιέργεια του κακάο. Στην Ινδονησία έχουν αντικατασταθεί τροπικά δάση με τεράστιες μονοκαλλιέργειες από φοίνικες για την παραγωγή φοινικέλαιου. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες αποψίλωσης των δασών, όπως οι εξορύξεις για μεταλλευτική δραστηριότητα, και η παράνομη υλοτομία. Και φυσικά, το κλιματικό χάος, που επηρεάζει ραγδαία τις φυσιολογικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ειδών και οικοσυστημάτων.
— Εμείς επηρεάζουμε κι επηρεαζόμαστε από αυτές τις πρακτικές στα τροπικά δάση;
Φυσικά. Εμείς, ως καταναλωτές, επηρεάζουμε τη χρήση γης στην άλλη άκρη του πλανήτη. Εμείς αποζητάμε τον καφέ, το κακάο, εμείς καταναλώνουμε τα προϊόντα με φοινικέλαιο… Για παράδειγμα, με ξενίζει το γεγονός ότι τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, μέχρι και οι καφετέριες πλέον πουλάνε μπριζόλες από την Αργεντινή. Και μάλιστα είναι σύμβολο στάτους το να τις καταναλώνεις. Χωρίς να αναρωτιέται κανείς από πού προέρχεται το κρέας για το τάδε μπέργκερ της μόδας ή για την τάδε κοπή μπριζόλας.
Θα περίμενε κανείς ότι, ιδίως μια χώρα και μια κοινωνία που πέρασε κρίση, θα είχε μάθει να προσαρμόζεται και να βελτιώνει ορισμένες συμπεριφορές στρεφόμενη, ας πούμε, σε πιο τοπικά διατροφικά συστήματα. Το ίδιο ισχύει και για τα ροφήματα με σοκολάτα: πολύ από το κακάο που καταναλώνουμε είναι προϊόν αποψίλωσης δασών. Όσο για το φοινικέλαιο, υπάρχει παντού, από καλλυντικά μέχρι την τυρόπιτα που θα φάει το παιδί το πρωί στο κυλικείο του σχολείου.
Συνεπώς πρέπει να κοιτάμε τις συσκευασίες για ό,τι καταναλώνουμε;
Είναι σημαντικό ο κόσμος να κοιτάζει τα συστατικά και να καταλαβαίνει τι στηρίζει και τι δεν στηρίζει με τις επιλογές του. Αλλά δεν φτάνει αυτό. Δεν καταργήσαμε τα πλαστικά καλαμάκια και σωθήκαμε. Η μεγάλη αλλαγή έρχεται όταν μεγάλοι παίκτες της βιομηχανίας καταλαβαίνουν πλέον ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες: διότι εκεί που είχαν για δεκαετίες μια σταθερή ροή πρώτων υλών, τώρα καταλαβαίνουν ότι στις χώρες παραγωγής οι φυσικές καταστροφές, και ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, ανεβάζουν το ρίσκο. Η οικονομική τους δραστηριότητα βασίζεται στην ανάλυση κινδύνου· κι όταν αυτή χτυπάει κόκκινο, τότε αρχίζουν και βλέπουν τα πράγματα αλλιώς. Η Ευρώπη, ας πούμε, προσπαθεί να περάσει με νύχια και με δόντια τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό για την Αποψίλωση των Δασών, που θα απαγορεύει σε όλη την Ευρώπη την εισαγωγή πρώτων υλών που είναι προϊόντα αποψίλωσης.
Και γιατί λες «με νύχια και με δόντια»;
Γιατί ήταν να τεθεί σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2024, και με τις ευλογίες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και της ακροδεξιάς καθυστέρησε· πήρε παράταση για κάποια χρόνια. Η κλιματική δράση σαφώς και έχει πολιτικοποιηθεί. Από μία άποψη, αυτό είναι καλό, γιατί γίνεται συζήτηση. Από την άλλη όμως, έχει εργαλειοποιηθεί, πάει πακέτο με άλλες διεκδικήσεις, με τις οποίες δεν έχει σχέση.
— Αν έπρεπε να ιεραρχήσεις τη σημασία της συμπεριφοράς διαφόρων παιχτών –καταναλωτές, μεγάλες εταιρείες, κοινοβουλευτικοί θεσμοί με νομικό έργο– τι θα έλεγες;
Πιστεύω ότι η νομική κατοχύρωση –ένας κλιματικός νόμος, ένας νόμος για την προστασία της φύσης– είναι η αρχή και το ήμισυ του παντός. Αυτό, στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, είναι κάτι που προέρχεται ως οδηγία από την Κομισιόν. Θα περάσει μετά από το Ευρωκοινοβούλιο, θα γίνει ένας ευρωπαϊκός νόμος. Και θα υποχρεώσει τις 27 κυβερνήσεις της EE να περάσουν αυτόν τον νόμο και μέσα από τα εθνικά τους κοινοβούλια. Αυτό είναι ήδη ένα πολύ μεγάλο βήμα, διότι για να περάσεις έναν νόμο από το εθνικό κοινοβούλιο, ιδανικά θα πρέπει να υπάρξει διαβούλευση σε όλη την επικράτεια, με όλους τους παραγωγικούς φορείς. Είναι μια ολόκληρη διαδικασία πολιτικής αλλαγής.
Αυτό γιατί είναι σημαντικό; Διότι ένας νόμος δίνει την κατεύθυνση στη βιομηχανία, στην κοινωνία, στην οικονομία, ότι προς τα εκεί πάμε, προς αυτούς τους στόχους οδεύουμε, κι αν παρεκκλίνουμε υπάρχουν συγκεκριμένες επιπτώσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η βάση όλων είναι η νομική κατοχύρωση της προστασίας της φύσης, για να μην πω και των δικαιωμάτων της φύσης.
Μα όλα αυτά παίρνουν πολύ χρόνο: από την ευρωπαϊκή οδηγία στον εθνικό νόμο, στην ψήφιση και την εφαρμογή του, κι από εκεί στη συνειδητοποίηση της κατάστασης από τους μεγάλους παίκτες.
Αν μου επιτρέπεις, το κενό δεν εντοπίζεται στη συνειδητοποίηση: οι αναλύσεις κινδύνου των μεγαλύτερων πετρελαϊκών εταιρειών του πλανήτη έδειχναν από τη δεκαετία του 1970 ότι οδεύουμε προς την κλιματική κρίση. Το κενό υπήρχε στη βούληση για ανάληψη δράσης. Έπρεπε να έρθει η Συμφωνία του Παρισιού, να πει «ενάμισης βαθμός, αλλιώς πεθαίνουμε» ώστε να καθίσουν οι διαπραγματευτές των κυβερνήσεων και ν’ ασχοληθούν με το πώς. Δηλαδή, ν’ αρχίσουν να καταπιάνονται με τις απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να γίνουν, από τις μεταφορές και τα κτίρια μέχρι τις χρήσεις γης και τα δάση.
Το κενό υπήρχε και υπάρχει γιατί μέχρι πολύ πρόσφατα, και σε μεγάλο βαθμό ακόμα και τώρα, η καταστροφή της φύσης επιφέρει μεγαλύτερο οικονομικό όφελος από ό,τι η διατήρησή της. Και αυτή ακριβώς είναι η πεμπτουσία της δουλειάς που κάνουμε: γιατί εμείς προσπαθούμε να πείσουμε ανθρώπους με μεγάλα χαρτοφυλάκια (φιλανθρωπικά ιδρύματα, μερικούς από τους γνωστούς δισεκατομμυριούχους του πλανήτη) να υποστηρίξουν τη φύση. Η δουλειά μας όλη είναι να βάλουμε ξανά τη φύση μέσα στον ισολογισμό των κρατών και των εταιρειών, ιδίως των μεγάλων εταιρειών. Διότι για πολλές δεκαετίες είχαμε ένα freeride της οικονομίας στις πλάτες της φύσης και των οικοσυστημάτων, φυσικά και των επόμενων γενεών.
— Ευήκοα ώτα συναντάτε;
Φυσικά. Καταρχάς υπάρχουν τα κράτη-leaders, όπως η Νορβηγία, που επενδύει 350 εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο από τον εθνικό της προϋπολογισμό στην προστασία των τροπικών δασών. Η Νορβηγία είναι επίσης leader στην τεχνολογία: οι μπαταρίες που κατασκευάζει είναι ολοένα πιο αποδοτικές και φιλικές για το περιβάλλον. Επίσης υπάρχουν συμμαχίες μεταξύ των μεγαλυτέρων corporate παικτών σε κλάδους όπως η διατροφή και τα καλλυντικά – δηλαδή αυτών που βασίζονται για πρώτες ύλες στα τροπικά δάση.
Τέτοιες συμμαχίες συνάπτονται με την καθοδήγηση διεθνών οργανισμών όπως εμείς και θέτουν κοινούς στόχους: δηλαδή αποφασίζουν βάσει ποιων δεικτών την απόδοση θα μετρήσουν και θ’ αναλάβουν δράση για να πιάσουν τους στόχους του Παρισιού. Κάτι τέτοιο συμβαίνει είτε με την αγορά πιστώσεων άνθρακα (carboncredits), είτε πιστώσεων βιοποικιλότητας, είτε νέων, πιο καινοτόμων χρηματοδοτικών εργαλείων που στην ουσία κάνουν απόσβεση της ρύπανσης που προκαλούν ως αποτέλεσμα της δραστηριότητάς τους.
Αυτό ονομάζεται «offsetting»: δηλαδή, μια αυτοκινητοβιομηχανία που πρέπει να κάψει τους κλιβάνους της για να λιώσει μέταλλα, μπορεί να πάει ας πούμε στην Κολομβία, στη Βραζιλία, στο Περού και να χρηματοδοτήσει την προστασία ενός δάσους για ορισμένες δεκαετίες, στη βάση συγκεκριμένων κανόνων φυσικά. Υπάρχει και το «insetting»: μια πολυεθνική εταιρεία καλλυντικών, για παράδειγμα, που έχει καταλάβει ότι για να εξασφαλίσει σταθερή διαθεσιμότητα κάποιας φυτικής πρώτης ύλης, απαραίτητης στην παραγωγή κάποιου επιτυχημένου εμπορικού προϊόντος της, θα πρέπει να βελτιώσει την εφοδιαστική αλυσίδα της. Δηλαδή να συνεργαστεί με παραγωγούς που εφαρμόζουν συγκεκριμένες πρακτικές οι οποίες προστατεύουν το κλίμα και τους φυσικούς πόρους, ενσωματώνοντας έτσι την προστασία του περιβάλλοντος στην παραγωγική διαδικασία.
Κι αν σε ρωτούσα ποια τρία πράγματα μπορεί να κάνει σήμερα ο Έλληνας καταναλωτής για να βοηθήσει;
Κοίτα, το να διαβάζουμε ετικέτες, να είμαστε ενημερωμένοι, να κάνουμε πιο συνετές επιλογές ως καταναλωτές βοηθάει, αλλά είναι λίγο… ύλη 15ετίας. Κασσάνδρες της κλιματικής αλλαγής υπήρξαν δεκαετίες τώρα κι εμείς κλείναμε τα μάτια μας και την πληρώσαμε στον Έβρο, στη Ρόδο, στην Εύβοια, στη Θεσσαλία. Κι όπως οι αρχαίοι Τρώες, εξακολουθούμε να αρνούμαστε να αναλάβουμε ουσιαστική, συστημική δράση, ενώ ο… Δούρειος Ίππος είναι προ των πυλών. Δράση δεν είναι μόνο να πιώ τον καφέ μου με χάρτινο καλαμάκι, γιατί έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι μετά θα έρθει κάποια περιβαλλοντική οργάνωση που θα κάνει τα υπόλοιπα. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να αλλάξουμε ριζικά νοοτροπία, να φύγουμε από το στάδιο της άρνησης (ή και του θυμού ενάντια στο πράσινο κίνημα) και να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βάζουμε βραχυπρόθεσμες προτεραιότητες.
Το δεύτερο είναι να πιστέψουμε ξανά στον άνθρωπο. Θεωρώ ότι είναι ένα εξαιρετικά νοήμον ων, με εξαιρετικά τεχνολογικά κι επιστημονικά επιτεύγματα που μπορεί να τα εφαρμόσει προς όφελος δικό του, αλλά και της φύσης. Επιστήμη σημαίνει ελπίδα, δίψα για γνώση και εφαρμογή για το καλύτερο. Αυτή πρέπει να πιστέψουμε. Αν όμως, για παράδειγμα, η τοπική κοινωνία του Έβρου, που είναι και η πατρίδα μου, συνεχίσει κάθε Ιούλιο να κάνει ευχέλαια για να βρέξει, αντί να εφαρμόσει τεχνική επιστημονική γνώση για να ξαναφτιάξει τα καμένα δάση της, τότε είναι προφανές τι μέλλει γενέσθαι. Έχουμε μπροστά μας ένα τεράστιο, υπαρξιακών διαστάσεων πρόβλημα.
Το τρίτο πράγμα έχει να κάνει με την ανάληψη πολιτικής δράσης γι’ αυτό που αποκαλώ «Δικαίωμα στην Αειφορία». Αυτό αφορά μια γενικότερη κουβέντα για υποδομές, διαδικασίες και κίνητρα που ορίζουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Επίτρεψέ μου να το εξηγήσω με κάποια παραδείγματα: Αυτό που μου κάνει εντύπωση κάθε φορά που έρχομαι στην Ελλάδα είναι ότι καθημερινά δημιουργώ δεκαπλάσιο όγκο απορριμμάτων απ’ ό,τι στη Γερμανία.
Στην Ελλάδα τα πάντα είναι σε πλαστικές συσκευασίες! Σε άλλες χώρες, οι νόμοι έχουν θεσπιστεί ώστε να φροντίζουν η αγορά, τα σούπερ μάρκετ, οι εταιρείες να χρησιμοποιούν μόνο βιοδιασπώμενες συσκευασίες, και τα απορρίμματα να τυγχάνουν διαχείρισης μέσα από αποδοτικά συστήματα ανακύκλωσης, που όντως λειτουργούν. Ναι, με χρήματα των φορολογουμένων, ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί το δημόσιο αγαθό του καθαρού περιβάλλοντος.
Στην Ελλάδα θαρρείς πως έχει δοθεί το σύνθημα, κανονικά και με τον νόμο, ότι επιτρέπεται να κάνεις οτιδήποτε εις βάρος του τοπίου και της φύσης. Με αποτέλεσμα ο κόσμος να ενυδατώνεται με νερό σε πλαστικά μπουκαλάκια, τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες να συνεχίζουν να δημιουργούν δυσθεώρητη όχληση σε σχέση με την κατανάλωση ρεύματος και νερού αλλά και στη διαχείριση απορριμμάτων, οι θάλασσες να γεμίζουν μικροπλαστικά και ν’ αδειάζουν από ψάρια. Ας πάψουμε να προσποιούμαστε ότι το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του!
Πρέπει να βρεθούν πολιτικές λύσεις κι αυτό δεν θα συμβεί όταν το πολιτικό γίγνεσθαι το ορίζει η γενιά που αυτή τη στιγμή είναι στη σύνταξη. Στην Ελλάδα, οι γενιές που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την επιβίωση και με το μέλλον της ανθρωπότητας και της χώρας δεν πάνε να ψηφίσουν: έχουμε αποχή 50%, 60% σ’ αυτές τις ηλικίες. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Αρχίζω και υποψιάζομαι ότι συζήτηση για την Ελλάδα τον στεναχωρεί βαθύτατα. Ίσως γι’ αυτό μιλάει με τόσο πάθος για τα καθ’ ημάς, ενώ για τη δουλειά του ήταν πολύ πιο εγκρατής στις διατυπώσεις του. Τον θλίβει η κατάσταση; Νιώθει κι αυτός σαν μια Κασσάνδρα που δεν θα εισακουστεί;

Κοίτα, η Γη μας δεν είναι τόσο μεγάλη, ο πλανήτης δεν είναι τεράστιος. Μπορεί εμείς να έχουμε εγκλωβιστεί στο σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, αλλά το λεωφορείο που παίρνουμε για να πάμε εκεί, το αμάξι που οδηγούμε, τα καύσιμα που αυτό καίει, το ρεύμα που καταναλώνουμε, όλα κάπου φτιάχνονται. Όταν ανοίγω τη βρύση για να κάνω ντους το πρωί, απολαμβάνω ένα αγαθό, το νερό, που έρχεται σε μένα έχοντας περάσει εκατοντάδες χιλιόμετρα σωληνώσεων και δικτύου, και ξεκινάει από ένα φράγμα τριακόσια χιλιόμετρα μακριά, που, για να φτιαχτεί, πλημμύρισαν χωριά, ξεσπιτώθηκαν νοικοκυριά.
Η γνώση κι η ευσυνειδησία δεν είναι λόγος κατάθλιψης· το αντίθετο, πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά απελευθερωτικό το να ζει ο καθένας μας με τη δύναμη της γνώσης και της συνείδησης του τι απολαμβάνει και του τι επίδραση έχει στον κόσμο γύρω του. Το θέμα δεν είναι το πώς νιώθω εγώ ή οποιοσδήποτε που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Ο καθένας κουβαλάει πληροφορίες, το θέμα είναι πως τις χρησιμοποιεί. Εγώ, ας πούμε, δεν θέλω τα ρούχα που φοράω ή ο καφές που πίνω να ρημάζει το τοπίο και να καταστρέφει τη ζωή άλλων ανθρώπων στην άλλη άκρη του πλανήτη. Θεωρώ ότι αυτή είναι μια στάση πνευματικότητας και ευθύνης, κυρίως προς τα ίδια μου τα παιδιά.
Υπάρχει πολύς κόσμος που νομίζει ότι τα πράγματα καλώς βαίνουν όπως βαίνουν, γιατί, αν συγκρίνουμε την Ελλάδα με τα προ-κρίσης επίπεδα, σίγουρα πολλά πράγματα έχουν βελτιωθεί. Όμως ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται κυρίως στις καταναλωτικές μας ανάγκες δεν είναι απαραίτητα επιτυχημένο, ιδίως σε χώρες με αρνητικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών, όπως η Ελλάδα. Απαιτείται μια διαφορετική μοντελοποίηση που βασίζεται στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας, σε συνάρτηση με τη φέρουσα ικανότητα των φυσικών πόρων της χώρας.
Θα περίμενα κάτι τέτοιο να έχει γίνει από την πανεπιστημιακή κοινότητα και ο προβληματισμός να είναι ήδη κτήμα της κοινωνίας. Δυστυχώς, τα δεδομένα εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ελλιπή. Δεν ξέρω γιατί. Όμως το ζήτημα είναι ότι ο χρόνος δεν περιμένει την Ελλάδα. Τα πράγματα δεν βαίνουν καλώς: εμείς δεν αλλάζουμε όσο γρήγορα θα έπρεπε σε σχέση με άλλες κοινωνίες και οικονομίες.
Γι’ αυτό προσπαθώ να ξεφύγω από τις στάνταρ ερωτήσεις, τη συζήτηση για τα καλαμάκια: το χάρτινο καλαμάκι είναι καινοτομία, αλλά τι να το κάνεις όταν την ίδια ώρα δίνουμε άδειες για εξορύξεις; Η κυβέρνηση πρέπει να βάλει και το περιβάλλον στο μενού. Πας στην τέλεια παραλία των Κυκλάδων και είναι γεμάτη μικροπλαστικά.
Αν δεν σταματήσει το πλαστικό από όλα τα νησιά, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα, όσα βιολογικά λαχανικά κι αν φας, όσες λάμπες κι αν αλλάξεις στο σπίτι σου. Οι απαιτούμενες αλλαγές είναι συστημικής φύσης, δηλαδή αφορούν την αλλαγή οικονομικού και αξιακού συστήματος. Σε ατομικό επίπεδο, ζητούμενο είναι η καλλιέργεια ενσυναίσθησης με τη φύση, με στοιχεία όπως το έδαφος, η γη, το νερό. Χρειαζόμαστε ένα καινούργιο λεξιλόγιο που θα εμπεριέχει μια ολόκληρη καινούργια ηθική.
Πηγή Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη-athensvoice.gr