Η πιο χρεωμένη χώρα της Ευρώπης, που οφείλει την οικονομική της επιβίωση σε συμμάχους και εταίρους, παραμένει παράδεισος πρωτίστως της φοροδιαφυγής και δευτερευόντως του λαθρεμπορίου.
Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Αρκεί να ξέρει και να μπορεί να τους διαβάσει κανείς. Τουλάχιστον δεν λένε ψέματα, αφού η αλήθεια συχνά εμπεριέχει λεπτομέρειες και ποιοτικά στοιχεία, που ως ένα βαθμό μπορεί και να ξεφεύγουν από την απλή ανάγνωση αριθμών. Στην περίπτωση, πάντως, της φοροδιαφυγής και της γκρίζας οικονομίας, μόνο μέσω των αριθμών -συγκεκριμένα των εισοδημάτων και των φόρων- μπορεί κάποιος να δει τη μεγάλη εικόνα και να προσεγγίσει την πραγματικότητα. Να πιστοποιήσει αυτό που συμβαίνει, αλλά τόσο το πολιτικό σύστημα -εν μέρει-, όσο και οι παραγωγικοί φορείς -σχεδόν εν συνόλω- με τη ρητορική και τα συνθήματά τους αμφισβητούν. Ότι στην Ελλάδα η φοροδιαφυγή γενικά -και των μικρών, πολύ μικρών και των μικρομεσαίων ειδικότερα- ζει και βασιλεύει, παρά το γεγονός ότι μέσω των μέτρων που λαμβάνει η φορολογική διοίκηση αξιοποιώντας την ψηφιακότητα, αλλά και η ίδια η πολιτεία συχνά αυθαιρετώντας, το φαινόμενο σταδιακά περιστέλλεται. Ακόμη, όμως, ο δρόμος είναι μακρύς μέχρι η Ελλάδα να φτάσει σε μια σχετικώς υγιή -και πάντως ανεκτή με βάση τα διεθνή πρότυπα των ανεπτυγμένων χωρών- κατάσταση. Διότι η πιο χρεωμένη χώρα της Ευρώπης, που οφείλει την οικονομική της επιβίωση σε συμμάχους και εταίρους, παραμένει παράδεισος πρωτίστως της φοροδιαφυγής και δευτερευόντως του λαθρεμπορίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων που κατατέθηκαν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων το 2024 οι ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν εισοδήματα 9,9 δισ. ευρώ για το 2023, από 5,1 δισ. ευρώ για το 2022. Αυξημένα δηλαδή κατά 4,8 δισ. ευρώ, σε ποσοστό κοντά στο 100%. Είναι σαφές ότι οι δηλώσεις των ελευθέρων επαγγελματιών επηρεάστηκαν καθοριστικά από την καθιέρωση του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος, με βάση το οποίο τους φορολογεί πλέον η εφορία, συνεκτιμώντας το αντικείμενο εργασίας, τα χρόνια ασκήσεως της δραστηριότητας και τον τόπο άσκησης του επαγγέλματος. Παρά όμως το ότι οι δηλώσεις πολλών επαγγελματιών εμφανίστηκαν αυξημένες, αφού δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα από μια… μικρή δήλωση, σε σύνολο 714.465 δηλώσεων, οι 402.183 (ή περίπου 56% επί του συνόλου) φορολογήθηκαν βάσει του τεκμαρτού εισοδήματος, επειδή το δηλωθέν εισόδημα παρέμεινε σε κατώτερα επίπεδα. Μεγάλη μερίδα των επαγγελματιών δήλωσαν, μάλιστα, προκλητικά χαμηλούς τζίρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τους μέσους τζίρους ανά Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας, όπως αποτυπώθηκαν στις φετινές φορολογικές δηλώσεις, 4 στους 10 ελεύθερους επαγγελματίες δήλωσαν μέσο τζίρο χαμηλότερο από 30.000 ευρώ για το 2023. Με δεδομένο ότι τα καθαρά κέρδη περιορίζονται μεταξύ 25% και 33% του τζίρου, εκατοντάδες χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν πως τη βγάζουν τον μήνα με αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό. Δικηγόροι, μεσίτες ακινήτων, ταξιτζήδες, αρχιτέκτονες και κομμωτές δήλωσαν λιγότερα από 25.000 ευρώ μέσο ετήσιο κύκλο εργασιών τζίρο, ενώ, από την άλλη πλευρά, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι και μαραγκοί δήλωσαν αυξημένους τζίρους κατά 25%-30% σε σχέση με πέρυσι.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αφενός περίπου ένας στους πέντε Έλληνες εισπράττει κάποιο επίδομα, και αφετέρου ότι πάνω από τις 4 στους 10 Έλληνες -οι πιο πλούσιοι και πιο φτωχοί- ξοδεύουν επισήμως περισσότερα απ’ όσα -επίσης επισήμως- κερδίζουν, δείχνουν την πολυπλοκότητα μιας κατάστασης και μιας οικονομίας που ακόμη «χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». Μια οικονομία που κάποιοι τη χαρακτηρίζουν «ο κλέψας του κλέψαντος», κάτι που στην πράξη δυσκολεύει τόσο τα δημόσια, όσο και τα ιδιωτικά οικονομικά. Διότι το κράτος πληρώνει μισθούς, συντάξεις και επιδόματα στα όρια που μπορεί. Κάνει έργα και προμήθειες στα όρια που μπορεί. Συντηρεί θεσμούς (παιδεία, υγεία, ασφάλεια κλπ.) στα όρια που μπορεί. Πρόκειται για δεδομένα απολύτως απαραίτητα για να εξασφαλίσουν την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης οι πολίτες, ακόμη κι εκείνοι που τροφοδοτούν τους ατομικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς με άδηλα εισοδήματα. Διότι σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου το κράτος παράγει το 50% – 60% του ΑΕΠ, ακόμη και οι ιδιώτες που δεν το γνωρίζουν είναι… κρατικοδίαιτοι. Όταν το ένα στα δύο ευρώ που παράγονται στον τόπο -και κάτι παραπάνω- οφείλονται στο κράτος, τα όρια της ιδιωτικής οικονομίας είναι όχι μόνο καθορισμένα, αλλά και περιορισμένα.
Φυσικά για πολλούς -πιθανόν για τους περισσότερους νεοέλληνες- αυτά αποτελούν λεπτομέρειες. Όπως λέμε ψιλά γράμματα. Εδώ οι περισσότεροι εξ’ ημών δεν κατάλαβαν καλά καλά -τι έγινε με τη χρεοκοπία της χώρας, τα μνημόνια και την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Ή κάνουν πως δεν κατάλαβαν. Παρέμειναν ασυγκίνητοι από τις περικοπές των συντάξεων, το κόψιμο των δώρων στον δημόσιο τομέα, τον δραματικό περιορισμό των δαπανών του κράτους, την εκθετική αύξηση της ανεργίας, τα ηχηρά λουκέτα σε κάθε γειτονιά. Ο καθένας ενοχλήθηκε μόνο σε ότι τον αφορούσε στενά. Κι επειδή η κρίση ήταν οριζόντια και αφορούσε -σε διαφορετικό βαθμό βέβαια- τους πάντες, στράφηκαν σε εύκολες πλην αυτοκτονικές πολιτικές λύσεις, που βύθισαν τη χώρα ακόμη πιο βαθιά στο πρόβλημα και στην ανυποληψία.
Με αυτές τις πολύ πρόσφατες εμπειρίες ενδεχομένως κάποιες λεπτομέρειες, κάποια ψιλά γράμματα, που αφορούν την ελληνική οικονομία, καλό θα ήταν να γίνουν βίωμα και συνείδηση. Διαφορετικά η οικονομική περιπέτεια, θα κτυπήσει και πάλι δυνατά την πόρτα της χώρας μας. Πιθανόν σε περίοδο κατά την οποία κανείς Ευρωπαίος δεν θα είναι σε θέση να τη σώσει. Ή έστω να τη στηρίξει και να τη βοηθήσει να (ξανα)σωθεί.
ΥΓ. Μόλις χθες έγιναν γνωστές δύο ειδήσεις που μεσοπρόθεσμα επιδεινώνουν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας:
Πρώτον, ανακοινώθηκε ότι την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 989,5 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 7,3 δισ. ευρώ.
Δεύτερον, έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου έδειξε ότι στην Αττική το 27% των πρατηρίων καυσίμων κλέβει στην αντλία ποσότητες που φτάνουν στο 24%. Πιθανόν -εάν όχι προφανώς- ανάλογα φαινόμενα υπάρχουν και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Πηγή voria.gr