Στις 270 σελίδες του βιβλίου «Μαρινέλλα – Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια», ο Γιάννης Ξανθούλης ξετυλίγει τη συναρπαστική ζωή της κορυφαίας ερμηνεύτριας του ελληνικού τραγουδιού, με την τεράστια καριέρα εβδομήντα χρόνων.
Μέσα από μια σειρά μεσημεριανών συναντήσεων, που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας και ολοκληρώθηκαν το 2023, η Μαρινέλλα ξεδίπλωσε πτυχές της ζωής της στον αγαπημένο συγγραφέα και καλό της φίλο, ο οποίος τις μετέφερε στο χαρτί με την αριστοτεχνική του πένα.
Έτσι, εδώ μιλά για ολόκληρη την πορεία της, από τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’40 μέχρι το πέρασμά της από διάφορες φάσεις της νυχτερινής διασκέδασης και τη γνωριμία της με άντρες, όπως ο Καζαντζίδης, που την καθόρισε ως τραγουδίστρια, ώστε να συναντήσει αργότερα τον θρίαμβο ως η απόλυτη σολίστ.
Η διαφορά από μια συνεπή βιογραφία είναι πως η Μαρινέλλα σε αυτή την περίπτωση είχε απέναντί της τον Γιάννη Ξανθούλη ως αντίστιξη στην αφήγηση της ζωής της. Η Μαρινέλλα, περνώντας λοξά από την ιστορία της Ελλάδας, συζητά ανοιχτά για όλες τις προκλήσεις που αντιμετώπισε στην υπερφωτισμένη λεωφόρο της επιτυχίας. Μια γυναίκα που σήμερα, κατά την ένατη δεκαετία της ζωής της (γεννημένη το 1938), ξεδιπλώνει τον χρόνο με τα θετικά και τις αντιφάσεις του, έχοντας για συνομιλητή έναν συγγραφέα που παίζει συνειδητά τον «δικηγόρο του διαβόλου», αλλά που ταυτόχρονα την αντιμετωπίζει σαν μια προσωπικότητα πολύ πιο πάνω από την τραγουδιστική της υπόσταση, που δεν μένει στο εκτόπισμα της στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού με τις κοινωνικές παραμέτρους του.
Ο Γιάννης Ξανθούλης, αν και στενός φίλος της ερμηνεύτριας, ρίχτηκε στην περιπέτεια της συγγραφής αυτού του βιβλίου όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε, ακριβώς επειδή έβλεπε εξαρχής τη Μαρινέλλα σαν ηρωίδα ενός μυθιστορήματος που γράφεται, ξαναγράφεται και συνεχίζει να κάνει το ίδιο κόντρα στις χρονικές προσδοκίες της κοινής λογικής.
Ο συμβολισμός του τίτλου είναι προφανής. Μια γυναίκα που διέσχισε ατέλειωτες νύχτες με υπόκρουση έναν ωκεανός χειροκροτημάτων τώρα μπορεί να συνδιαλέγεται ανθρώπινα χωρίς απωθημένα υπό το μεσημεριάτικο φως. Οι κουβέντες και τα γεύματα έλαβαν χώρα μεσημέρια, ακολούθησαν οι τρυφερές ώρες του καφέ και η συγκίνηση των απογευματινών ωρών, συχνά με γέλια και όλες τις αισθηματικές εκδρομές στα τοπία της νοσταλγίας, όταν αυτό χρειάστηκε.
Η ηρωίδα και ο συγγραφέας βρήκαν κοινές αφορμές στις αναμνήσεις τους, ανακάλυψαν συμπτώσεις και συγκινήσεις σε πράγματα απρόσμενα και εντέλει δημιούργησαν ένα πρωτότυπο ύφος, πετυχαίνοντας μια χρυσή τομή στην ισοτιμία των αισθημάτων τους.
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη με τίτλο “Ονειρεύτηκα τη Σανγκάη” κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
Ένα απρόσμενο γράμμα από τη Γερμανία θα αναστατώσει τον Πετρόκαμπο. Το ξεχασμένο, όλο πέτρες και σκορπιούς, χωριό στην ενδοχώρα.
Κάποτε διέθετε προοπτικές ευημερίας σαν κεφαλοχώρι, όμως μετά ακολούθησε κι αυτό τη μοίρα άλλων ελληνικών χωριών. Παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μια αποκλειστικότητα άγνωστη στους πολλούς: την υπνοβασία.
Με το γράμμα, απέκτησε και μια δεύτερη, χάρη στον αποστολέα, τον Απόστολο (Λάκη) Μπούγα, γιο της θρυλικής μαμής Σεβαστιανής, που είχε αναδειχθεί σε αστέρα ερωτικών ταινιών. Έφυγε σχεδόν παιδί από το χωριό για τη Γερμανία, όπου και διέπρεψε.
Ετοιμοθάνατος, συντάσσει τη διαθήκη του, αφήνοντας τη σχεδόν αμύθητη περιουσία του στον Πετρόκαμπο. Με προϋποθέσεις. Πρώτη και καλύτερη, από μια άποψη, να ιδρυθεί μουσείο στο όνομά του με τις καλλιτεχνικές επιδόσεις του – και όχι μόνο.
Αποδέκτης της επιστολής με τα καυτά νέα, ο μακρινός (και μόνος εν ζωή) συγγενής του στο χωριό, ο Πέτρος Μακκαβαίος.
Ο Μακκαβαίος, που θα γίνει ο “συναισθηματικός κρίκος” μεταξύ του αείμνηστου σταρ και των φιλόδοξων έργων στον Πετρόκαμπο, μόλις διάβασε τις επιθυμίες του Απόστολου, ένιωσε κάτι παραπάνω από ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του. Κι ας ήταν Ιούλιος, κατακαλόκαιρο.
Διαισθάνθηκε αμέσως ότι η ζωή του θα άλλαζε, χωρίς όμως να φαντάζεται πόσο. Γιατί μιας τέτοιας ευεργεσίας… μύρια άλλα περίεργα έπονται.
Όταν μάλιστα στην ιστορία ανακατευτεί και η Σανγκάη, ε, τότε τα πράγματα υπερβαίνουν προκλητικά τη φαντασία ενός συνηθισμένου μοναχικού άντρα που δροσιζόταν με λεμονάδες…
Σ.Κ.