Search
Close this search box.

Β. Κοτζαμάνης για δημογραφικό: Σε μια 25ετία σχεδόν 1 στους 3 θα είναι πάνω από 65 ετών

Το 1960 μια γυναίκα έκανε κατά μέσο όρο τρία παιδιά. Τώρα ο δείκτης έχει υποχωρήσει στο 1,6 παιδί ανά γυναίκα. Στην Ελλάδα είναι ακόμη χαμηλότερος στο 1,35. Αυτός ο δείκτης πρέπει να είναι 2,1. Δηλαδή 2,1 παιδιά ανά γυναίκα  

Η μεγαλύτερη απειλή για το συνολικό πληθυσμό του ανθρώπινου είδους είναι η μείωση της γονιμότητας. Είναι μια τάση που γίνεται κανόνας και δεν αφορά μόνο χώρες με εντοπισμένα δημογραφικά προβλήματα, όπως η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Ελλάδα. Επιπλέον, οι δημογραφικές αλλαγές είναι πλέον ραγδαίες. Ο δείκτης γονιμότητας το 1960 ήταν 4,7 παιδιά ανά γυναίκα. Το 2002 είχε υποχωρήσει στα 2,3 παιδιά ανά γυναίκα. Αυτό αφορά όλες τις χώρες και την Ιαπωνία και την υποσαχάρια Αφρική.

Στον ανεπτυγμένο κόσμο ο δείκτης γονιμότητας ήταν εδώ και δεκαετίες πολύ χαμηλότερος. Το 1960 μια γυναίκα έκανε κατά μέσο όρο τρία παιδιά. Τώρα ο δείκτης έχει υποχωρήσει στο 1,6 παιδί ανά γυναίκα. Στην Ελλάδα είναι ακόμη χαμηλότερος στο 1,35. Αυτός ο δείκτης πρέπει να είναι 2,1. Δηλαδή 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Προκειμένου να υπάρχει σταθερότητα στον πληθυσμό αυτό, το 0,1 ή εξισορροπείται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχουν παιδιά.

Το ζήτημα είναι ήδη εδώ
Ο Βύρωνας Κοτζαμάνης, καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας μίλησε στην εκπομπή Prime του ΕΡΤNews και στον Η. Σιακαντάρη για το δημογραφικό ζήτημα που είναι ήδη εδώ, και δεν θα αλλάξει.

Ο καθηγητής τόνισε αρχικά: «Η τάση αυτή για τη μείωση της γονιμότητας στις ανεπτυγμένες τουλάχιστον χώρες έχει βάθος εδώ και 2 εκατονταετίες». Στην Ελλάδα όπως είπε, τη δεκαετία του 1930 κάναμε κατά μέσο όρο 190.000 παιδιά ετησίως, ενώ τη δεκαετία που μας έρχεται, 21- 30, θα κάνουμε κατά μέσο όρο 77.000.

Εξηγώντας τι ακριβώς συμβαίνει ο κος Κοτζαμάνης ανέλυσε τα εξής: «τα παιδιά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 30 προέρχονται από ζευγάρια που γεννήθηκαν στις αρχές του αιώνα μας. Τα ζευγάρια αυτά εκείνη την εποχή, έκαναν κατά μέσο όρο γύρω στα τρία παιδιά ανά γυναίκα[…]. Αυτές οι γενιές δίνανε τη δεκαετία του 30, 107.000 γεννήσεις, αλλά δεν επιβίωναν τρία παιδιά για να αντικαταστήσουν μια γυναίκα, γιατί είχαμε πάρα πολύ υψηλή θνησιμότητα, βρεφική θνησιμότητα και εφηβική θνησιμότητα. Τα ζευγάρια που κάνουν παιδιά τώρα – που γεννήθηκαν μετά το 1980 – 1990 – θα είναι σίγουροι ότι όσα παιδιά θα κάνουν θα επιβιώσουν. Σημαντική διαφορά. Δεν ισχύει όμως το ίδιο σε μια σειρά χώρες της υποσαχάριας Αφρικής».


Για τις νεότερες γενεές οι οποίες τώρα κάνουν παιδιά, ανέφερε πως «αυτές είναι οι γενιές που γεννήθηκαν πριν από το 2000. Οι γυναίκες αυτές και τα ζευγάρια αυτά δεν επιθυμούν και δεν κάνουν παιδιά. Έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν λόγω του ότι έχουν τα σύγχρονα μέσα αντισύλληψης που δεν είχαν οι παππούδες μας και ταυτόχρονα κάνουν λιγότερα. Θέλουν να κάνουν 2, κάνουν λιγότερα από 1,5, κάνουν 1,4».


Υπενθύμισε πως η τάση είναι καθοδική στον πλανήτη και στις αναπτυγμένες χώρες. «Οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες μπήκαν με καθυστέρηση στο… χορό», είπε. Ο καθηγητής ανέφερε πως τα Ηνωμένα Έθνη τείνουν να πουν ότι στα επόμενα 60 – 70 χρόνια όλοι θα συγκλίνουμε γύρω από το 1,9, όχι στο 2. «Επομένως, αυτό σημαίνει πρακτικά ότι από το 2100 και μετά ο πληθυσμός μας θα είναι 1,9», συμπλήρωσε.

Πως θα προσαρμοστούν οι κοινωνίες στη νέα πραγματικότητα
«Οι κοινωνίες μας, οι σύγχρονες τουλάχιστον, αλλά και οι λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες, πρέπει να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα, θα έχουμε λιγότερους νέους από ότι στο παρελθόν και περισσότερους ηλικιωμένους», ανέφερε ο Βύρωνας Κοτζαμάνης και προσέθεσε πως «αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα αυξηθεί συνταρακτικά ο μέσος όρος ζωής μας, γιατί η επιστήμη προχωρά και αυτό δεν αποκλείεται. Μέχρι στιγμής κερδίζουμε ένα μήνα παραπάνω κάθε χρόνια, δηλαδή τα επόμενα 20 χρόνια θα κερδίσουμε 20 μήνες 2 με 3 χρόνια παραπάνω».

Παράλληλα, τόνισε πως πολύ πιθανό σε μια 25ετία να περάσουμε από το 23% στο 30%, δηλαδή σχεδόν ένας στους τρεις θα είναι πάνω από 65. Υπενθύμισε πως ταυτόχρονα ο ηλικιωμένος σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τον ηλικιωμένο του 1920 ή του 1880. «Υπάρχει η ημερολογιακή ηλικία, το έτος γέννησης, υπάρχει βιολογική ηλικία, η οποία δεν ταυτίζεται σε όλους μας με το έτος γέννησης. Και υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που είναι η κοινωνική γήρανση, η οποία είναι μια άλλη παράμετρος», τόνισε καταληκτικά.

Πηγή: ertnews.gr

Χορηγούμενη

Tags

Κοινοποίηση