Η Ελλάδα είναι ένα «χωριό». Όχι αυτό που αγαπάμε. Αυτό που έχει φρακάρει πίσω, ενώ η ζωή προχωρά μπροστά με τους «συγχωριανούς» να κινούμαστε σε δύο ταχύτητες.
Ζωή Θωμαΐδου*
Αυτό το διάστημα βρίσκομαι στην Ελλάδα καθώς επανασυνδέομαι με την οικογένειά μου. Μεγάλωσα στην Αλεξανδρούπολη. Για πολλούς, μεγαλωμένους στο εξωτερικό, η περισσότερη εντύπωση που έχουν από την Ελλάδα είναι η Αθήνα και τα νησιά.
Για την Αθήνα δεν έχω μεγαλύτερη εμπειρία από τον περιστασιακό ταξιδιώτη. Έτσι, το μόνο που γνωρίζω με απόλυτη σιγουριά για αυτήν είναι ότι χαίρομαι που δεν βρισκόμουν εκεί τον περασμένο μήνα με τον υδράργυρο να έχει κολλήσει στους 40.
Για τα νησιά ακούω από φίλους που εργάζονται, και μου μεταφέρουν ιστορίες. Μιλάω με εργαζόμενους σεζόν και με ιδιοκτήτες οικογενειακών επιχειρήσεων. Και οι ιστορίες που ακούω να πρωταγωνιστούν στην καθημερινότητά τους έχουν δύο κοινούς παρανομαστές.
Ο πρώτος είναι η κούραση στα όρια εξάντλησης από την εξυπηρέτηση περισσότερων τουριστών από όσους χωράει ο τόπος. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ο δεύτερος, τα ευτράπελα της διασύνδεσης ταμειακών με POS στην εστίαση. Αξίζει μια παρένθεση για αυτό, γιατί το ακούω συνεχώς από εργαζομένους και επιχειρηματίες εστίασης που το βιώνουν ως κατεξοχήν πρόβλημα στη φετινή σεζόν. Αλλά η επιφανειακή μου έρευνα δεν το βρήκε να καταγράφεται πουθενά δημοσιογραφικά.
Είναι αυτό που ακούμε πλέον σε καφετέριες και εστιατόρια να μας ρωτάει ο σερβιτόρος: «Θα πληρώσετε με μετρητά ή με κάρτα;»
Γιατί η διαδικασία για την έκδοση απόδειξης είναι χωριστή. Το σύστημα κάνει τη ζωή των σερβιτόρων δύσκολη με προσωρινές αποδείξεις, απαιτούμενα για κάθε χωριστή πληρωμή ατόμου από το ίδιο τραπέζι και διάφορα άλλα που μαθαίνω και πασχίζω να καταλάβω και φαντάζομαι το ίδιο και οι εργαζόμενοι.
Το βασικό είναι πως όταν πληρώνεις με κάρτα, η απόδειξη κόβεται με αυτόματη σύνδεση στο σύστημα της εφορίας που υποτίθεται ότι ενημερώνεται.
Υποτίθεται, γιατί αυτό προϋποθέτει σύνδεση με το ίντερνετ σε μια χώρα όπου ο πρωθυπουργός της διαφημίζει τις «ταχύτατες συνδέσεις» για προσέλκυση ψηφιακών νομάδων, αλλά τα επίσημα στοιχεία της Eurostat τοποθετούν την Ελλάδα στην τελευταία θέση σε ταχύτητα ίντερνετ από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Πρόκειται για μεταρρύθμιση για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Η βιασύνη δε από πλευράς του ελληνικού κράτους να εφαρμοστεί ήταν μεγάλη τους μήνες πριν το καλοκαίρι, διότι οι προθεσμίες υλοποίησης συνδέονταν με χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πολλές μικρές επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν δυσκολίες ήδη πριν τεθεί σε ισχύ. Οι ιδιοκτήτες τους αγχωμένοι για το αν θα «έτρωγαν» πρόστιμο, ακόμη κι αν είχαν κάνει όλα όσα τους είχαν ζητηθεί σωστά.
Πού να ήξεραν τί τους περίμενε μετά την εφαρμογή.
Ίσως, όπως εικάζουν οι συγκεκριμένοι, επειδή την απόφαση για την εφαρμογή του συστήματος στην εστίαση την πήρε γραφειοκράτης «χωρίς να κάτσει μια μέρα πίσω από την ταμειακή ενός μαγαζιού και να δει πώς λειτουργεί».
Δεν το γνωρίζουμε. Αλλά λογικό να το εικάζουν μιας και δεν θα είναι η πρώτη φορά που μη σχετικός παίρνει αποφάσεις που επηρεάζουν τους σχετικούς που διαμαρτύρονται.
Πάμε παρακάτω.
Εάν νομίζατε, όπως εγώ, πως το μεγάλο θέμα με το ελληνικό καλοκαίρι του 2024 είναι οι ομπρέλες και οι ξαπλώστρες που αυθαίρετα απλώνουν επιχειρηματίες σε χιλιόμετρα δημόσιων παραλιών, κάνετε λάθος.
Όσοι από μας βρίσκουμε προβληματική την κατάχρηση παραλίας από επιχειρήσεις για λόγους κέρδους, βρίσκουμε εξίσου προβληματική και την κατάληψη αυτού του δημόσιου χώρου από συμπολίτες μας. Αν το κάναμε όλοι αυτό της φωτογραφίας, αν δηλαδή κρατούσαμε όλοι τη θέση μας με ομπρέλα και ξαπλώστρες δεν θα χαλούσε την απόλαυση της παραλίας για όλους; Άραγε δεν έχουμε όλοι τα ίδια δικαιώματα με τον συμπολίτη της φωτογραφίας στον δημόσιο χώρο της παραλίας;
Ή μάλλον δεν είναι μόνο αυτό.
Το μεγάλο θέμα με το ελληνικό καλοκαίρι είναι πως δεν είναι πλέον «η εποχή των φτωχών», όπως λέγαμε παλιά. Οι παλιοί με σύνδεση με τη χώρα πέρα από Μύκονο, Σαντορίνη, θα ξέρουν τί εννοώ.
Αρκεί να παρατηρήσουν στη φετινή απόδραση στην Ελλάδα αυτό που γνωρίζουμε από πρώτο χέρι όσοι νεότεροι από Ελλάδα δουλεύουμε σεζόν, ή μεγαλώσαμε εδώ.
Ότι το ελληνικό καλοκαίρι έγινε πακεταρισμένο προϊόν που βγάζει κερδισμένους όσους επωφελούνται από τους τουρίστες.
Ανάμεσά τους σίγουρα δεν είναι οι Έλληνες εργαζόμενοι και στις περισσότερες περιπτώσεις
ούτε οι κάτοικοι.
Στη βιομηχανία ελληνικού καλοκαιριού, υπάρχουν δύο ταχύτητες: μία των προνομιούχων που απολαμβάνουν κέρδη και διακοπές, και μία αυτών που τους υπηρετούν, των Ελλήνων εργαζομένων σε σεζόν.
Σε συχνά εξαντλητικές και άδικες συνθήκες.
Το τελευταίο κερασάκι στην τούρτα (μέχρι να βγει το επόμενο) είναι ο χαμός με τη δήλωση γνωστού δημοσιογράφου που παρότρυνε τους κατοίκους Ελλάδας να… μην κάνουν μπάνια Ιούλιο και Αύγουστο αλλά να… υποχωρούν για τους τουρίστες «διότι δεν χωράμε»…
Οι δύο ταχύτητες πάντως χωράνε στον τόπο μαζί, κινούνται παράλληλα και η μία εξ αυτών ξεζουμίζει την άλλη.
Τον περασμένο μήνα επισκέφθηκα τη Θεσσαλονίκη.
Φτάνοντας στα ΚΤΕΛ είδα ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια, πρόσωπα άλλα θυμωμένα, άλλα εξαθλιωμένα, άλλα με άδειο βλέμμα και όλα κουρασμένα.
Περίμενα για 45 λεπτά το 31, το λεωφορείο που συνδέει το ΚΤΕΛ με το κέντρο. Άλλοι στη στάση περίμεναν πάνω από ώρα.
Έπιασα κουβέντα με τον εργάτη εργοστασίου που τον πονούσε το δόντι και πήγαινε στο νοσοκομείο όπου θα έπρεπε να βγάλει βίντεο για να στείλει στον εργοδότη του για να τον πιστέψει ότι έχει λόγο που θα αργήσει.
Την κυρία μέσης ηλικίας που είχε ξεκινήσει απ’ το σπίτι της πριν δυόμιση ώρες για ναφτάσει στη δουλειά της αλλάζοντας δύο μέσα αλλά και πάλι θα έφτανε αργοπορημένη αφού λεωφορείο, γιοκ.
Και τη νεαρή γυναίκα που ήταν καθοδόν στην άρρωστη γιαγιά της.
Όλοι στο ίδιο καράβι. Η συζήτηση αναπόφευκτα βρήκε το γνωστό αυλάκι να εκτονωθεί. Ο διάλογος κύλησε αρχικά με φράσεις τύπου:
– Με κυβέρνηση Μητσοτάκη πώς αλλιώς να είμαστε;
– Τελικά ποιο είναι το 41% που τον ψήφισε;
– Μη σκας και αυτός να μην ήταν, και οι άλλοι τα ίδια θα κάνανε.
– Κανείς δεν αντιδρά, όλοι τον κ*** τους κοιτάνε και το πρόβλημά τους.
– Λες και θέλουν να είναι δούλοι και δεν ξεσηκώνεται κανείς.
Έφτασε φυσικά και η στιγμή που ανασύρθηκε ο αποδιοπομπαίος τράγος και η οργή για τους ιθύνοντες διοχετεύτηκε στο πρόσωπο του «ξένου», του «άλλου».
«Αυτοί οι Πακιστανοί πάντως μια χαρά τα παίρνουν τα επιδόματα. Το είδα με τα μάτια μου όταν δούλευα στο καμπ στην Ειδομένη», θα πει η νεαρή γυναίκα που πήγαινε στη γιαγιά της και εκεί κατάλαβα πως η συζήτηση δεν με χωρούσε πια.
Αν βασίζεσαι στις ειδήσεις για να μάθεις τί συμβαίνει στην Ελλάδα, θα πιστεύεις αυτό που τροφοδοτούν να μεταδίδεται ως πληροφορία (μη ρωτήσετε ποιοι…)
Ότι η χώρα βρίσκεται σε… τροχιά ανάπτυξης ενώ έχει την πρωτιά δημοσίου χρέους από όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.
Ότι η χώρα είναι παράδειγμα για τους παγκόσμιους πρωτοπόρους της τεχνολογίας Ιάπωνες, ενώ έχει περάσει ένας χρόνος από τα Τέμπη και το σύστημα ασφάλειας στα τρένα ακόμη δεν λειτουργεί..
Αν μιλήσεις με τους ανθρώπους της Ελλάδας για να μάθεις τί συμβαίνει, θα καταλάβεις ότι ο τόπος και οι άνθρωποί του κινούνται σε δύο ταχύτητες.
Του έχοντος και του στερούμενου: όχι μόνο χρημάτων, προνομίων και δικαιωμάτων. Αλλά και λογικής και ανθρωπιάς.
Με την ταχύτητα του αργοπορημένου 31 δεν ξέρω αν και πότε θα έφτανα στον προορισμό μου.
Μετά το 45λεπτο, πήρα την απόφαση να κινηθώ προς τα ταξί.
Μπήκα σε ένα και αφηγήθηκα στον οδηγό για την καθυστέρηση στο αστικό που περιμέναμε. «To 12 πέρασε τρεις φορές στο ενδιάμεσο. Με Τούμπα δεν συνδέει; Λέτε να κάνανε λόμπι οι ΠΑΟΚτσήδες;», είπα το αστειάκι για να σπάσω τον πάγο.
Γέλασε αυθόρμητα. Και αυτή ήταν η μοναδική στιγμή που συνδεθήκαμε.
Γιατί μετά ξεκίνησε η κουβέντα για το Europride, που πρώτη φορά διοργανωνόταν στην Ελλάδα και έριχνε αυλαία εκείνο το Σάββατο 29 του Ιούνη που βρισκόμουν Θεσσαλονίκη.
Αφορμή για τον επίμαχο διάλογο, οι κλειστοί δρόμοι χάρη της παρέλασης.
Ο ταξιτζής, χείμαρρος, οι τοποθετήσεις του, αφιλτράριστες, δοκίμαζαν την αναζωογονημένη υπομονή μου.
Αφού παρότι ψυχοφθόρα η αναμονή και κουβέντα στη στάση για το 31, οι σκηνές που βίωσα εκεί με έκαναν να νιώθω κομπάρσα σε ταινία μικρού μήκους. Αν είχε μία θεματική η ταινία, θα ήταν ο βαθιά ριζωμένος συντηρητισμός, εθνικισμός και ταξικός χαρακτήρας της συμπρωτεύουσας.
«Ναι, είναι και το καρναβάλι», μου λέει.
«Στην τελική το «τρίτο φύλο» υπήρχε από πάντα, και στην αρχαία Ελλάδα. Αλλά αν θέλεις να κάνεις επανάσταση δεν την κάνεις με την πλάτη του συστήματος και καρναβάλια», προσθέτει ο οδηγός.
Η κουβέντα δεν άργησε πολύ να βρει την πεπατημένη. Τον ακούω να ξεκινά τη γνωστή δήλωση όσων… έχουν κι αυτό και άλλα πολλά προβλήματα: το γνωστό «Εγώ δεν έχω πρόβλημα, έχω φίλους γκέι, αλλά…».
Ο συγκεκριμένος δεν είχε τελικά φίλους γκέι.
«Εγώ δεν έχω πρόβλημα, αλλά όχι να μας πάρουν και τα παιδιά», μου λέει. Εννοούσε το δικαίωμα στην υιοθεσία.
Τα «κουφά» συνεχίζονταν κι εγώ έψαχνα ψήγματα αλήθειας, λογικής, έστω ανθρωπιάς.
«Μα γνωρίζουμε από παιδιά ομοφυλόφιλων που έχουν μιλήσει ανοιχτά, ότι μια χαρά μεγάλωσαν με αγάπη και καμία σύγχυση», του λέω..
«Άλλωστε, τί το περίεργο βλέπετε σε κάτι που είναι φυσικό και καταγεγραμμένο ότι υπήρχε από πάντοτε στην κοινωνία; Εσείς δεν είπατε για το «τρίτο φύλο» που υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα;». Εδώ δεν μπορεί, σκέφτομαι, θα το βρήκαμε ένα παραθυράκι επικοινωνίας με τον άνθρωπο.
Έκανα λάθος φυσικά, η κουβέντα συνέχισε με την τελειωτική βολή από τον οδηγό.
– Ε ναι, αλλά στην αρχαία Ελλάδα δεν είχε έρθει ακόμη ο Χριστός…
– … Μάλιστα. Ξέρετε, να μιλήσουμε καλύτερα για τον καιρό;
Η εμπειρία με το αστικό λεωφορείο και το ταξί στη Θεσσαλονίκη μου επανέφερε στο μυαλό τη σκέψη ότι η Ελλάδα έχει καταντήσει χώρα δύο ταχυτήτων:
Των προνομιούχων και αυτών που τους υπηρετούν.
Αυτών που σχεδιάζουν με απόσταση και άνεση για τις ζωές των άλλων. Και των άλλων που «λούζονται» τα σχέδια.
Των ειδήσεων που παρουσιάζονται ως αλήθεια και της πραγματικότητας που βιώνεται ως μάχη για επιβίωση.
Η Ελλάδα του σήμερα έχει μείνει ένα χωριό φρακαρισμένο. Κανένα θέμα με τα χωριά, για την ακρίβεια τα εκτιμώ και τα αγαπώ. Μένω σε ένα από επιλογή.
Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε κολλήσει πίσω. Και μαζί με το χωριό και εμείς οι συγχωριανοί. Πίσω στο «ο καθένας για την πάρτη του»…
Αν δεν πάμε όλοι με την ίδια ταχύτητα, κανείς δεν πηγαίνει καλά.
Κι αν για την κεκτημένη τους ταχύτητα κάποιοι δεν αναγνωρίζουν ότι τους τη δίνει το προνόμιό τους και επικαλούνται τις ικανότητές τους, ας απαιτήσουμε επιτέλους αυτό το «σύστημα ταχυτήτων» να δουλεύει σωστά και να κρίνονται τα κεκτημένα όντως από τις ικανότητες και όχι από το προνόμιο.
Και οι υπόλοιποι που έχουμε άλλη φιλοσοφία για τη ζωή, ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον για αρχή τις παραπάνω ευκαιρίες που είχαμε από τους «συγχωριανούς» μας για να βρισκόμαστε εδώ που είμαστε.
Στο ίδιο «χωριό». Με τις δύο ταχύτητες.
*H Ζωή Θωμαΐδου είναι δημοσιογράφος, απόφοιτος Νομικής του ΑΠΘ και του μεταπτυχιακού προγράμματος Διεθνούς Ανάπτυξης του πανεπιστημίου RMIT Μελβούρνης. Αρθρογραφεί στην ομογενειακή εφημερίδα Αυστραλίας «Νέος Κόσμος», όπου δημοσιεύθηκε αρχικά το παρόν κείμενο
https://neoskosmos.com/el/2024/08/08/dialogue/opinion/ena-astiko-ki-ena-taksi-gia-tin-
ellada-tou-simera/